- ἡγέμαχος
- ἡγέμαχος· πολέμαρχος, Hsch., cf. EM299.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
Ἡγέμαχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγέμαχον — Ἡγέμαχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)